- διαζήτησις
- διαζήτ-ησις, εως, ἡ,A inquiry, inquisition, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διαζήτησιν — διαζήτησις inquiry fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)